φριτούρα

φριτούρα
η, Ν
1. τηγάνισμα σε λάδι ή σε λίπος
2. μίγμα λίπους και λαδιού για τηγάνισμα
3. τηγανητά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frittura «τηγάνισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φριτούρα — η (λ. ιταλ.) 1. το τηγάνισμα σε ζεματιστό λάδι ή λίπος. 2. μείγμα από λάδι και λίπος για τέτοιο τηγάνισμα. 3. τα τηγανισμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”